ακατράμωτος

ακατράμωτος
-η, -ο [κατραμώνω]
αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατράμωτος — η, ο αυτός που δεν αλείφτηκε με κατράμι, με πίσσα: Η βάρκα ήταν ακατράμωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακέδρωτος — η, ο [κεδρώνω] ο ακατράμωτος* …   Dictionary of Greek

  • ακατράμιστος — η, ο [κατραμίζω] ο ακατράμωτος …   Dictionary of Greek

  • ακέδρωτος — η, ο ακατράμωτος: Το σκοινί της άγκυρας ήταν ακέδρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”